- χρυσολαμπίς
- χρυσολαμπίςglowwormfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσολαμπίς — ίδος, ἡ, Α 1. πυγολαμπίδα 2. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λαμπίς (< λάμπω), πρβλ. πυγο λαμπίς] … Dictionary of Greek